ἡμιφανής

ἡμιφανής
ἡμιφανής
half-visible
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημιφανής — ἡμιφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α) με ημιφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, δια φανής] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιφανῆ — ἡμιφανής half visible neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡμιφανής half visible masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡμιφανής half visible masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφανεῖς — ἡμιφανής half visible masc/fem acc pl ἡμιφανής half visible masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφανῶς — ἡμιφανής half visible adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”